ἀναμεμιγμένου

ἀναμεμιγμένου
ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp masc/neut gen sg
ἀναμεμῑγμένου , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp masc/neut gen sg
ἀναμεμῑγμένου , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ολιθόστρωμα — το γεωλ. ιζηματογενής απόθεση που αποτελείται από χαοτική μάζα ετερογενούς υλικού, έντονα αναμεμιγμένου …   Dictionary of Greek

  • οστρακοκονία — ὀστρακοκονία, ἡ (Μ) 1. είδος ασβεστοκονιάματος αναμεμιγμένου με τριμμένα κεραμίδια και μικρές πέτρες, το οποίο χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για επίστρωση δαπέδου 2. έδαφος ή δάπεδο στρωμένο με αυτό το ασβεστοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”